- λαύδανο(ν)
- το фарм, тинктура опия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαύδανο — Βλ. λ. λάβδανο … Dictionary of Greek
λάβδανο — Οπιούχο παρασκεύασμα που πιθανότατα χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα· ονομάζεται και κροκούχο βάμμα του οπίου. Αποτελείται από αλκοόλη 60°, νερό, κρόκο (ζαφορά), κανέλα και όπιο. Εξαιτίας των αντισπαστικών του ιδιοτήτων χρησιμοποιείται σε… … Dictionary of Greek
λάδανο — το (AM λάδανον, Α και λήδανον) βλ. λαύδανο … Dictionary of Greek
λήδανο — το (Α λήδανον) 1. βλ. λαύδανο 2. αρωματική κομμεορητίνη που λαμβάνεται από ορισμένα είδη κίστου, κοινώς γνωστά ως λαδανιά, και η οποία χρησιμοποιούνταν στην ιατρική και ως θυμίαμα, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη σαπωνοποιία … Dictionary of Greek
λαύδανον — και λάβδανο και λήδανο και λάδονο, το (Α λάδανον και λήδονον) 1. (στο παρελθόν) το κεκαθαρμένο όπιο 2. κροκούχο βάμμα τού οπίου, που έχει σκοτεινό ερυθροκίτρινο χρώμα και πικρή γεύση και χρησιμοποιούνταν παλαιότερα ως αναλγητικό, κατευναστικό και … Dictionary of Greek
οίσυπον — οἴσυπον, τὸ (Α) [οισύπη] το λαύδανο … Dictionary of Greek